- σφονδυλώδης
- σφονδῠλ-ώδης, ες,A like vertebrae, in form σπονδ-, Sch.Il.5.586.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σφονδυλώδης — ῶδες, Α βλ. σπονδυλώδης … Dictionary of Greek
σπονδυλώδης — ες / σπονδυλώδης, ῶδες, ΝΑ, και σφονδυλώδης, ῶδες, Α [σπόνδυλος / σφόνδυλος] όμοιος με σπόνδυλο … Dictionary of Greek